- κινηματικός
- -ή, -ό [κίνημα]1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το κίνημα ή με την κίνηση («η εξουσία κατέστειλε τις κινηματικές ενέργειες»)2. αυτός που χρησιμεύει στη μετάδοση κίνησης3. φυσ. το θηλ. ως ουσ. η κινηματικήκλάδος τής φυσικής και υποδιαίρεση τής κλασικής μηχανικής που μελετά την κίνηση τών σωμάτων σε συνάρτηση με τον χρόνο χωρίς να ενδιαφέρεται για τις δυνάμεις οι οποίες προκαλούν την κίνηση4. φρ. (μηχανολ.) «κινηματικός μηχανισμός» — μηχανισμός αποτελούμενος από συνδυασμό στερεών ράβδων, συν. μεταλλικών, συνδεδεμένων με γιγλιμωτές αρθρώσεις και διευθετημένων με τρόπο ώστε η άσκηση μικρής δύναμης σε ένα σημείο να παράγει μεγαλύτερη δύναμη σε άλλο σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.